ὁμοβώμιος

ὁμοβώμιος
ὁμοβώμιος
having a common altar
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομοβώμιος — ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ ὁμόβωμος, ον (Α) αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βώμιος (πρβλ. επι βώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο) * + βωμός (πρβλ. πολύ βωμος)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοβώμιον — ὁμοβώμιος having a common altar masc/fem acc sg ὁμοβώμιος having a common altar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοβωμίους — ὁμοβώμιος having a common altar masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοβώμιοι — ὁμοβώμιος having a common altar masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομόβωμος — ὁμόβωμος, ον (Α) βλ. ομοβώμιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”